- αχνάζω
- ἀχνάζω, (αιολ. τ.) ἀχνάσδημι (Α)είμαι δυστυχισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάσδημι αποτελεί παραλλαγή του τ. αχνάζω, το οποίο προήλθε από μεταπλασμό, κατά τα σε -άζω, του *άχνημι, *άχναμαι. Οι ενεστωτικοί αυτοί τ. ανήκουν στην ομάδα των άχνυμαι, άχομαι, ακαχίζω κ.λπ., για την ετυμολ. της οποίας βλ. αχέω (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.